- καταριέμαι
- και καταργιούμαι και καταρώμαι (AM καταρῶμαι, -άομαι)1. εκφράζω την επιθυμία να πάθει κάποιος κακό, ξεστομίζω κατάρα (α. «μην τόν καταριέσαι γιατί είναι παιδί σου» β. «τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε' ὀπίσσω», Ομ. Οδ.)2. (μτχ. παθ. παρακμ.) καταραμένος, -η, -ο και κατηραμένος και κεκατηραμένος, -η, -ονα) αυτός που είναι άξιος κατάρας, ο κατάρατος, ο μισητόςβ) εκείνος τον οποίο έχουν καταραστείνεοελλ.(μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο καταραμένοςο διάβολοςαρχ.1. εύχομαι («καταρῶνται μήτε πλοῑα στεγανὰ γενέσθαι», Αριστοτ.)2. βλαστημώ («εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῡντας σε, καὶ τοὺς καταρωμένους σε καταράσομαι», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος νεοελλ. τ. τού αρχ. καταρῶμαι (< κατ(α)-* + ἀρῶμαι (< ἀρά «κατάρα»)].
Dictionary of Greek. 2013.